- πολύκλαγγος
- -ον, Ααυτός που έχει δυνατή, βροντερή φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κλαγγος (< κλαγγή «οξύς, διαπεραστικός ήχος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυκλαγγότατος — πολύκλαγγος clamorous masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)